- τυμβόχωστος
- τυμβό-χωστος, ον, ([etym.] χώννυμι)A heaped up into a cairn or barrow, high-heaped,
ἕρμα τάφου S.Ant.848
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἕρμα τάφου S.Ant.848
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τυμβόχωστος — ον, ΜΑ μσν. αυτός που ενταφιάστηκε αρχ. αυτός που πήρε το σχήμα τύμβου με την επισώρευση χώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + χωστος (< χώννυμι), πρβλ. ποταμό χωστος] … Dictionary of Greek
τυμβόχωστον — τυμβόχωστος heaped up into a cairn masc/fem acc sg τυμβόχωστος heaped up into a cairn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμβοχώστους — τυμβόχωστος heaped up into a cairn masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όλυνθος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Στρυμόνα, βασιλιά της Θράκης. Ενώ κυνηγούσε, τον κατασπαράξανε λιοντάρια. 2. Γιος του Ηρακλή και της Βολίας, από τον οποίο πήρε την ονομασία της μια πόλη της Χαλκιδικής. 3. Άλλος γιος του Ηρακλή, από τον… … Dictionary of Greek